- συρόμενα
- σῡρόμενα , σύρωdrawpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
влачитисѧ — ВЛАЧ|ИТИСѦ (6), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. Страд. к влачити. 1.В 1 знач.: иного отрока ниска видѣвъ и долгыи(х) и по земли влачѩщихъсѩ в ризахъ ходѩща Пч XIV XV, 101. 2. Во 2 знач.: чему ˫ако оубо медлени ѥсте на исповѣданиѥ. и сдавлѩѥтесѩ молчании. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
γάβρος ή γαύρος — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό και ως αντζούγα, πολύ διαδεδομένο στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο, στη Βαλτική και στον Ατλαντικό, κατά μήκος των ακτών της Ευρώπης και στης βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολη. Το… … Dictionary of Greek
καραβίδες — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά στην Ελλάδα δύο διαφορετικά είδη μαλακοστράκων της τάξης των δεκαπόδων, που ανήκουν το ένα στο θαλάσσιο γένος νέφρωψ και το άλλο στο γένος αστακός. To πρώτο, ο νέφρωψ ο νορβηγικός (θαλασσινή κ. ή αστακογαρίδα),… … Dictionary of Greek